- λαμπάδιασμα
- το [λαμπαδιάζω]1. το να φλέγεται κάτι2. το φούντωμα τής φωτιάς3. ολοκληρωτικό κάψιμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαμπάδιασμα — το ατος, η μεγάλη φλόγα, το κάψιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλογοβόλημα — το, ατος εκπομπή φλογών, φλογοβολή, λαμπάδιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)